ἄμαχος

ἄμαχος
269 ἄμαχος
{прил., 2}
несварливый, незлобивый, миролюбивый (1Тим. 3:3; Тит. 3:2).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ἄμαχος" в других словарях:

  • ἄμαχος — without battle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαχος — η, ο (Α ἄμαχος, ον) 1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο 2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος 3. ο μη μάχιμος αρχ. 1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος 2. (για τόπους ή τοποθεσίες)… …   Dictionary of Greek

  • άμαχος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι μάχιμος: Ο άμαχος πληθυσμός στον τελευταίο πόλεμο υπέφερε από τους βομβαρδισμούς και από τις στερήσεις. 2. αμάχητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαχώτερον — ἄμαχος without battle masc acc comp sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc comp sg ἄμαχος without battle adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχώτατα — ἄμαχος without battle adverbial superl ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχώτατον — ἄμαχος without battle masc acc superl sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχω — ἄμαχος without battle masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμαχος without battle masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχως — ἄμαχος without battle adverbial ἄμαχος without battle masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαχον — ἄμαχος without battle masc/fem acc sg ἄμαχος without battle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχωτάτην — ἄμαχος without battle fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχωτάτοις — ἄμαχος without battle masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»